- γαριφαλιά
- ηποώδες καλλωπιστικό φυτό: Η γαριφαλιά μας έβγαλε κόκκινα άνθη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαριφαλιά — και γαρυφαλιά και γαρου , γαρε , γαροφαλιά, η το φυτό Διόσανθος*, Δίανθος* ο καρυόφυλλος … Dictionary of Greek
γαριφαλιά ή γαρουφαλιά — Φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία δίανθος ο πλατύφυλλος. Το άνθος του λέγεται γαρίφαλο, όπως και ο αρωματικός αποξηραμένος κάλυκας του τροπικού δέντρου καρυόφυλλος ο αρωματικός. Ο κάλυκας αυτός, που λέγεται και μοσχοκάρφι, χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
βιόλα — Έγχορδο μουσικό όργανο με τόξο. Έχει τέσσερις χορδές (ντο, σολ, ρε, λα),που κουρδίζονται κατά πέμπτες και ηχούν μια οκτάβα οξύτερα από τις χορδές του βιολοντσέλου. Με διαστάσεις κάπως μεγαλύτερες από το βιολί, η β. έχει κοινό μηχανισμό και… … Dictionary of Greek
γαρουφαλιά — γαρούφαλο κ.λπ. βλ. γαριφαλιά … Dictionary of Greek
δίανθος — ο πολυετής πόα με γνωστότερο είδος τον δίανθο τον καρυόφυλλο, γαριφαλιά … Dictionary of Greek